Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009

Δεν κινδυνεύουμε από το ρήγμα της Αταλάντης

Νέα επιστημονικά δεδομένα.
Τι αποκαλύπτει ο Θανάσης Γκανάς, γεωλόγος-ερευνητής
Δύο σεισμοί τον Απρίλιο του 1894 ...απομακρύνουν το σεισμικό κίνδυνο για τα επόμενα χρόνια από την περιοχή του ρήγματος της Αταλάντης.
Οι σεισμολόγοι απομυθοποιούν βάσει στοιχείων το «επικίνδυνο ρήγμα» και εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στη Λοκρίδα, η οποία διασχίζεται και από άλλα μεγάλα ρήγματα με σημαντικότερο το ρήγμα των Καμμένων Βούρλων - Αρκίτσας, το οποίο δεν γνωρίζουμε πότε «κουνήθηκε» για τελευταία φορά.
Τα νέα επιστημονικά δεδομένα για το ρήγμα της Αταλάντης, που ενεργοποιήθηκε τελευταία φορά κατά τους μεγάλους σεισμούς του Απριλίου του 1894, ένα από τα μεγαλύτερα της Κεντρικής Ελλάδος που αποτελεί τμήμα της ασύμμετρης τάφρου του Βόρειου Ευβοϊκού - Μαλιακού Κόλπου, φέρνει στο φως ο Θανάσης Γκανάς, ερευνητής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Αστεροσκοπείου Αθηνών.
Η νέα μέθοδος
Με μια ολοκληρωμένη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1997 ο Θανάσης Γκανάς προσδιόρισε το μήκος του στα τριάντα τέσσερα χιλιόμετρα και διαπίστωσε ότι η μεγάλη διάρρηξη σταματά λίγα χιλιόμετρα μετά την πόλη της Αταλάντης.
Η μέθοδος περιλαμβάνει:
α) Γεωλογική χαρτογράφηση συγκεκριμένων θέσεων κατά μήκος του ρήγματος όπου αυτό εμφανίζεται με τη μορφή λείων επιφανειών σε ασβεστόλιθο. Οι λείες επιφάνειες (στη γλώσσα των γεωλόγων «καθρέπτες») είναι χαραγμένες από αναρίθμητες γραμμώσεις λόγω της τριβής των πετρωμάτων την ώρα του σεισμού. Οι γραμμές προστριβής μάς δείχνουν τη φορά κίνησης του τεμάχους που κατεβαίνει προς το Βόρειο Ευβοϊκό. Με τη συλλογή και στερεογραφική προβολή εκατοντάδων μετρήσεων σε καθρέπτες από την Αταλάντη έως τη Λάρυμνα αποδεικνύεται ότι αυτές οι γραμμώσεις συγκλίνουν προς το κέντρο του ρήγματος, δηλαδή οριοθετούν το μήκος του.
β) Γεωμορφολογικές παρατηρήσεις σε υπέρυθρα κανάλια δορυφορικών εικόνων Landsat με χαμηλή ηλιακή γωνία. Οι εικόνες αποτυπώνουν τη γεωλογική εξέλιξη της περιοχής καθ' όλο το μήκος του ρήγματος και ιδιαίτερα απεικονίζουν τη διάταξη του υδρογραφικού δικτύου. Σε μια περιοχή με ενεργά ρήγματα τα ποτάμια αναγκάζονται να προσαρμόσουν τη ροή τους στις ξαφνικές, κατακόρυφες μεταβολές του εδάφους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν δύο περιοχές, στο Ασπρόρεμα και στη Μαλεσίνα αντίστοιχα. Ανατολικά από το Ασπρόρεμα φαίνεται ότι τρία ρέματα «αναγκάστηκαν» να στραφούν προς τα αριστερά επειδή η ροή προς τη θάλασσα εμποδίστηκε τα τελευταία μερικές χιλιάδες χρόνια λόγω της ανάπτυξης του ρήγματος. Στη Μαλεσίνα δεν υπάρχει ομοιογενής ροή προς τη θάλασσα, αλλά τα νερά ακολουθούν δύο γενικές κατευθύνσεις προς τα ανατολικά και προς τα δυτικά, αντίστοιχα. Αυτό οφείλεται στο ότι εκεί περίπου τελειώνει το ρήγμα, δηλαδή η καταβύθιση της περιοχής είναι μικρή και το υδρογραφικό δίκτυο δεν έχει προσαρμοστεί πλήρως.
«Σύμφωνα με νεότερες απόψεις, η τοπογραφία είναι ο καθρέπτης της παραμόρφωσης του στερεού φλοιού, με σημείο αναφοράς το επίπεδο της θάλασσας», μας λέει ο Θανάσης Γκανάς. «Οι τοπογραφικοί χάρτες της περιοχής δείχνουν με σαφήνεια τη σταδιακή ταπείνωση του υψομέτρου προς τις δύο περιοχές που ορίζουν τα άκρα του ρήγματος, δηλαδή πέντε χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Αταλάντης και νότια της Λάρυμνας, αντίστοιχα. Οσον αφορά τη συνολική μετατόπιση του εδάφους εκατέρωθεν του ρήγματος, αυτή δεν είναι σταθερή, αλλά παρουσιάζει διακυμάνσεις. Η μεγαλύτερη συνολική μετατόπιση έχει σημειωθεί κοντά στο χωριό Κυπαρίσσι και υπολογίστηκε στα 1.200 μέτρα. Στην περιοχή της Τραγάνας οι μετρήσεις είναι περισσότερο αξιόπιστες επειδή εντοπίστηκε ο ίδιος στρωματογραφικός ορίζοντας (νεογενή στρώματα) εκατέρωθεν του ρήγματος. Εκεί η συνολική μετατόπιση είναι 800 μέτρα. Επειδή η συνολική μετατόπιση (άλμα) έχει συσσωρευτεί στο πέρασμα του γεωλογικού χρόνου με διαδοχικούς σεισμούς, προκύπτει ότι μπορούμε να υπολογίσουμε και το πόσο γρήγορα ολισθαίνει το ρήγμα της Αταλάντης».
Παλαιότερες μελέτες έφεραν το μήκος του να υπερβαίνει τα εξήντα χιλιόμετρα, από τη Λάρυμνα έως τον Αγιο Κωνσταντίνο.
«Οι μελέτες εκείνες συνετέλεσαν στη δημιουργία ενός μύθου γύρω από αυτό το ρήγμα», συνεχίζει ο Θανάσης Γκανάς. «Αυτό που συνέβη είναι ότι ερμηνεύτηκαν λανθασμένα οι παρατηρήσεις του γεωλόγου Σκούφου, ο οποίος χαρτογράφησε τη σεισμική διάρρηξη της 27ης Απριλίου του 1894. Ο Σκούφος παρατήρησε μόνο σποραδικές ρωγμές βόρεια της Αταλάντης και ανέφερε κατολισθητικά φαινόμενα στο λιμάνι του Αγίου Κωνσταντίνου. Ομως, οι πρόσφατες έρευνες στην περιοχή μεταξύ των χωριών Καλαπόδι, Ζέλι, Αγναντη, Γουλέμι και Μεγαπλάτανος απέδειξαν ότι η μεγάλη διάρρηξη σταματά λίγα χιλιόμετρα μετά την πόλη της Αταλάντης και συγκεκριμένα κοντά στο ρέμα του Καραγκιόζη. Αυτό αναφέρει και ο καθηγητής Μητσόπουλος στη δημοσίευση του 1895 όπου προσδιορίζεται και το μήκος της μεγαλύτερης διαρρήξεως από την περιοχή Αλμύρα έως το παλαιό Παζάρι στην πόλη της Αταλάντης: 12 χιλιόμετρα».
Ωστόσο το μεγάλο ερώτημα είναι ποια είναι η σεισμική συμπεριφορά του ρήγματος της Αταλάντης. Δηλαδή εάν το ρήγμα «σπάει» με μεγάλους καταστροφικούς σεισμούς, όπως αυτός της 27ης Απριλίου του 1894 ή σπάει κατά τμήματα.
«Εάν συμβαίνει το πρώτο, τότε το ρήγμα δίνει "χαρακτηριστικούς" σεισμούς, με επαναλαμβανόμενα μεγέθη, μήκη διαρρήξεως και κατακόρυφα άλματα», προσθέτει ο Θανάσης Γκανάς. «Μία επίπτωση αυτού είναι ότι ένα μήκος 34 χιλιομέτρων για το ρήγμα της Αταλάντης σημαίνει ότι αποκλείεται να συμβεί σεισμός μεγαλύτερος του 6,9-7,1 Ρίχτερ (η αβεβαιότητα των 0,2 Ρίχτερ προκύπτει από τη διασπορά των μετρήσεων των μηκών από επιφανειακές διαρρήξεις σε παγκόσμιο επίπεδο).
Μια δεύτερη επίπτωση είναι ότι χρειάζεται μεγάλος χρόνος για να επανασυσσωρευτούν οι τεκτονικές τάσεις. Στην προκειμένη περίπτωση περί τα 2.500 έτη, δηλαδή τόσος χρόνος μεσολαβεί ώστε να συσσωρευτεί τάση ικανή να προκαλέσει ολίσθηση της τάξεως του ενός μέτρου, όπως αναφέρει ο Σκούφος. Σημειώστε ότι αρχαίοι συγγραφείς (Στράβων, Διονύσιος ο Καλλάτης) αναφέρουν ότι στην περιοχή του Ευβοϊκού έγινε μεγάλος σεισμός το 426 π.Χ., με μεγάλες καταστροφές στην περιοχή της Οπούντιας Λοκρίδας.
Το τμηματικό σπάσιμο
Η δεύτερη υπόθεση είναι το τμηματικό σπάσιμο του ρήγματος. Οι σεισμοί μπορούν να συμβούν οπουδήποτε κατά μήκος του ρήγματος, ωστόσο ποτέ δεν διατρέχουν όλο το μήκος, αλλά τμήματα αυτού. Αυτό σημαίνει μικρότερα μεγέθη (γύρω στα 6 Ρίχτερ) και λιγότερες καταστροφές. Βέβαια, η ενεργοποίηση μέρους του ρήγματος έχει σαν συνέπεια τη μικρότερη περίοδο επανάληψης σεισμών, ή αλλιώς χρειάζεται λιγότερος χρόνος για να συσσωρευτεί η απαραίτητη τάση ώστε να υπερνικηθεί η αντίσταση στην ολίσθηση.
Πρακτικά αυτό μειώνει το διάστημα μεταξύ διαδοχικών σεισμών στο μισό, δηλαδή στα 1.200 χρόνια περίπου. Επειδή τον Απρίλιο του 1894 έγιναν δύο σεισμοί, στις 20 Απριλίου με επίκεντρο το Μαρτίνο και στις 27 Απριλίου με επίκεντρο τη Σκάλα Αταλάντης, ενδέχεται όντως το ρήγμα να παρουσιάζει αυτή τη σεισμική συμπεριφορά. Το τι ακριβώς έγινε πριν από 107 χρόνια θα αποδειχθεί σύντομα με παλαιοσεισμολογικές τομές (ανασκαφές) πάνω στο ρήγμα.
Η ύπαρξη δύο σεισμών στην ευρύτερη περιοχή της Αταλάντης το 1894 αποκλείει την επαναδραστηριοποίηση του ρήγματος για πολλές εκατοντάδες χρόνια.
Ωστόσο η περιοχή της Λοκρίδας διασχίζεται και από άλλα μεγάλα ρήγματα με σημαντικότερο το ρήγμα των Καμμένων Βούρλων - Αρκίτσας, του οποίου το μήκος είναι συγκρίσιμο με αυτό της Αταλάντης. Και το σημαντικότερο: δεν γνωρίζουμε πότε "κουνήθηκε" για τελευταία φορά».

Γιώργος Κιούσης - ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: